- φορετρίζω
- φορ-ετρίζω,A load beasts of burden, POxy.1069.16 (iii A. D., prob.); convey (written [pref] φολ-), ib.1589.16 (iv A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φορετρίζω — και φολετρίζω Α [φόρετρον] 1. φορτώνω τα φορτία στα ζώα 2. μεταφέρω … Dictionary of Greek